- δυσκατόρθωτος
- δυσκατόρθωτοςhard to succeed inmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσκατόρθωτος — η, ο (Α δυσκατόρθωτος, ον) αυτός που δύσκολα κατορθώνεται ή επιτυγχάνεται αρχ. αυτός που δύσκολα θεραπεύεται … Dictionary of Greek
δυσκατόρθωτον — δυσκατόρθωτος hard to succeed in masc/fem acc sg δυσκατόρθωτος hard to succeed in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατορθώτων — δυσκατόρθωτος hard to succeed in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατορθώτῳ — δυσκατόρθωτος hard to succeed in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατόρθωτα — δυσκατόρθωτος hard to succeed in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατόρθωτοι — δυσκατόρθωτος hard to succeed in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неоудобьизправимыи — (2*) пр. С трудом осуществимый: аще же ч(с)тѹ и прекраснѹю възлюбить кто, аще и ˫аръ при добродѣтельстви паче и неѹдобьисправима видима ѥсть, но имать по законьнѣи стр(с)ти и терпѣнiю блг(д)тью чюднѣиша и достославна. (δυσκατόρϑωτος) ΓΑ ΧΙΙΙ–XIV … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δυσκατορθωμένος — δυσκατορθωμένος, η, ον (Μ) ο δυσκατόρθωτος … Dictionary of Greek
δυσμήχανος — δυσμήχανος, ον (Α) 1. δυσκατόρθωτος 2. αυτός που βρίσκεται σε δυσκολία, σε αμηχανία … Dictionary of Greek